άστιος

άστιος
ἄστιος, -α, -ον (Α)
αστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ ή < αστός.
ΣΥΝΘ. αρχ. προάστιος (με περισσότερο συνηθισμένο το ουδ. προάστιον, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τὠστία — ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc/acc dual ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστία — ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc/acc dual ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστία — ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc/acc dual ἀστίᾱ , ἄστιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστίας — ἀστίᾱς , ἄστιος fem acc pl ἀστίᾱς , ἄστιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστίων — ἀστίων , ἄστιος fem gen pl ἀστίων , ἄστιος masc/neut gen pl ἀστίων , ἄστυ town neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάστιος — ία, ον και προάστειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)] …   Dictionary of Greek

  • ἀστίαν — ἀστίᾱν , ἄστιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστίαν — ἀστίᾱν , ἄστιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστίοις — ἀστίοις , ἄστιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠστίους — ἀστίους , ἄστιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”